- ινδουιστής
- οοπαδός του ινδουισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινδουιστής — ὁ οπαδός τού ινδουισμού … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ουτάρ Πραντές — (Uttar Pradesh). Ομόσπονδο κράτος (294 413 τ.χλμ., 110 862 013 κάτ.) της Ινδικής Ένωσης, στο βόρειο τμήμα της χώρας. Συνορεύει με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και το Νεπάλ στα Β, τα ομόσπονδα κράτη Μπιχάρ στα Α, Μάντυα Πραντές στα Ν, Ρατζαστάν… … Dictionary of Greek
ινδουισμός — Η κυριότερη ινδική θρησκεία, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση άριων δοξασιών, λαϊκών μορφών λατρείας και βραχμανισμού. H διαμόρφωση αυτού του θρησκευτικού συγκρητισμού έγινε σε συνάρτηση με τη στρατιωτική επέκταση προς τα ανατολικά και τα… … Dictionary of Greek
μπανυάνος — ο, θηλ. μπανυάνα (όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στις ελλ. παροικίες τής Μεγάλης Βρετανίας και τής Αφρικής) ινδός, ινδουιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ινδική λ. (πρβλ. μπανιάν)] … Dictionary of Greek